- πέπλου
- πέπλοςany woven clothmasc gen sgπεπλοςwith a single solemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
SALIARI Carmini nomen inserendi ritus — occurrit apud Capitolin. in Marco Antonino Imp. c. 21. Iussit; ut statuae filio mortuo decernerentur, et imago aurea Circensibus per pompam ferenda, et ut Saliari carmini nomen eius insereretur. Et Tacitum, l. 2. Annal. c. 83. ut nomen eius… … Hofmann J. Lexicon universale
BENE Meriti — Meriti, praemiis variis apud varias Gentes decorari consuevêre, ab omni aevo. Aegyptii moris crat, ut eorum memoriam sacris ad posteros symbolis propagarent: Unde beneficiis Iosephi exprimendis signum bove nullum magis idoneum iudicantes, bovem… … Hofmann J. Lexicon universale
PEPLUM — et indutui fuit et amictui, ut Varro loquitur et Apuleius. Iul. Pollux l. 7. c. 3. Ἔςθημα δ᾿ ἐςτὶ διπλοῦν τὴν χρείαν, ὡς ενδύναι τε καὶ ἐπιβάλλεςθαι: cuius locô vocem ἀ μφιβάλλεςθαι usurpat Lycophron in Alex. Inde veteres Graeci etiam caelum… … Hofmann J. Lexicon universale
Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… … Dictionary of Greek
απομαφορίζω — ἀπομαφορίζω (Α) αφαιρώ από κάποιον το μαφόριον, δηλ. είδος λεπτού πέπλου με το οποίο σκέπαζαν το κεφάλι οι γυναίκες και οι ιερείς … Dictionary of Greek
θυσανοστρώματα — τα (μετεωρ.) κύρια κατηγορία νεφών τα οποία έχουν τη μορφή ινώδους ή λείου υπόλευκου πέπλου και καλύπτουν το σύνολο ή και ένα μόνον τμήμα τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + στρώμα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cirrostratus. Η λ.… … Dictionary of Greek
κατανίπτης — κατανίπτης, ὁ (Α) [κατανίπτω] (στην Αθήνα) ονομασία εκείνου που έπλενε τα κάτω μέρη τού πέπλου τής Πολιάδος Αθηνάς … Dictionary of Greek
κολοβιομαφόριον — κολοβιομαφόριον, τὸ (Α) κοντό κάλυμμα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολόβιον + μαφόριον «είδος λεπτού πέπλου για το κεφάλι»] … Dictionary of Greek
μαφόρτης — μαφόρτης, ὁ (Α) είδος λεπτού πέπλου με το οποίο κάλυπταν το κεφάλι ή τους ώμους τους οι γυναίκες ή οι καλόγριες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. ma aforet, αραμ. m afortā). Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. mafortium, mafors … Dictionary of Greek